- ἡμερόκοιτος
- ἡμερό-κοιτος, [dialect] Dor. [pref] ἁμ-, ον,A sleeping by day, epith. of a thief, Hes. Op.605, Opp.H.2.408; ἁμερόκοιτοι βλαχαὶτεκέων, for ἁμεροκοίτων, E. Cyc.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… … Dictionary of Greek
ἡμερόκοιτος — sleeping by day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερόκοιτον — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc sg ἡμερόκοιτος sleeping by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροκοίτου — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem/neut gen sg ἡμεροκοίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροκοίτους — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ἁμερόκοιτοι — ἁ̱μερόκοιτοι , ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)